guérissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- guérissable < guérir
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡe.ʁi.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
guérissable | guérissables |
guérissable (fr)
- ιάσιμος, που μπορεί να γιατρευτεί
ενικός | πληθυντικός |
guérissable | guérissables |
guérissable (fr)