Δείτε επίσης: ἰάσιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιάσιμος η ιάσιμη το ιάσιμο
      γενική του ιάσιμου της ιάσιμης του ιάσιμου
    αιτιατική τον ιάσιμο την ιάσιμη το ιάσιμο
     κλητική ιάσιμε ιάσιμη ιάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιάσιμοι οι ιάσιμες τα ιάσιμα
      γενική των ιάσιμων των ιάσιμων των ιάσιμων
    αιτιατική τους ιάσιμους τις ιάσιμες τα ιάσιμα
     κλητική ιάσιμοι ιάσιμες ιάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιάσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰάσιμος[1] < ἰάομαι / ἰῶμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ά‐σι‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

ιάσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία