Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεραπεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεραπεύσιμ
ος
η
θεραπεύσιμ
η
το
θεραπεύσιμ
ο
γενική
του
θεραπεύσιμ
ου
της
θεραπεύσιμ
ης
του
θεραπεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
θεραπεύσιμ
ο
τη
θεραπεύσιμ
η
το
θεραπεύσιμ
ο
κλητική
θεραπεύσιμ
ε
θεραπεύσιμ
η
θεραπεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεραπεύσιμ
οι
οι
θεραπεύσιμ
ες
τα
θεραπεύσιμ
α
γενική
των
θεραπεύσιμ
ων
των
θεραπεύσιμ
ων
των
θεραπεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
θεραπεύσιμ
ους
τις
θεραπεύσιμ
ες
τα
θεραπεύσιμ
α
κλητική
θεραπεύσιμ
οι
θεραπεύσιμ
ες
θεραπεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεραπεύσιμος
<
θεραπεύω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
θεραπεύσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
θεραπευτεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
ιάσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεραπεύσιμος
αγγλικά
:
treatable
(en)
,
curable
(en)