thérapeutique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ʁa.pø.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thérapeutique | thérapeutiques |
thérapeutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
thérapeutique | thérapeutiques |
thérapeutique (fr) αρσενικό ή θηλυκό