Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιόσπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηλιόσπορ
ος
οι
ηλιόσπορ
οι
γενική
του
ηλιόσπορ
ου
των
ηλιόσπορ
ων
αιτιατική
τον
ηλιόσπορ
ο
τους
ηλιόσπορ
ους
κλητική
ηλιόσπορ
ε
ηλιόσπορ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιόσπορος
<
ήλιος
+
σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλιόσπορος
αρσενικό
είδος
ξηρού καρπού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιόσπορος
αγγλικά
:
sunflower
seed
γαλλικά
:
tournesol
(fr)