ξηρός καρπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξηρός καρπός | οι | ξηροί καρποί |
γενική | του | ξηρού καρπού | των | ξηρών καρπών |
αιτιατική | τον | ξηρό καρπό | τους | ξηρούς καρπούς |
κλητική | ξηρέ καρπέ | ξηροί καρποί | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηρός καρπός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξηρός καρπός (φρούτο που έχει αποξηρανθεί) < αρχαία ελληνική καρπός ξηρός (δημητριακά), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sec, sèche
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαξηρός καρπός αρσενικό συνήθως στον πληθυντικό
- (τρόφιμο) συγκεκριμένα είδη καρπών ή σπόρων σε αποξηραμένη μορφή (όπως σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια, στραγάλια)