Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλιοτροπισμός οι ηλιοτροπισμοί
      γενική του ηλιοτροπισμού των ηλιοτροπισμών
    αιτιατική τον ηλιοτροπισμό τους ηλιοτροπισμούς
     κλητική ηλιοτροπισμέ ηλιοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιοτροπισμός < ήλιος + τροπισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιοτροπισμός αρσενικό

  • η ιδιότητα των φυτών να παρακολουθούν με τα φύλλα και τα άνθη τους την πορεία του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία