↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιοτρόπιο τα ηλιοτρόπια
      γενική του ηλιοτρόπιου
ηλιοτροπίου
των ηλιοτρόπιων
ηλιοτροπίων
    αιτιατική το ηλιοτρόπιο τα ηλιοτρόπια
     κλητική ηλιοτρόπιο ηλιοτρόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
περουβιανό ηλιοτρόπιο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιοτρόπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡλιοτρόπιον < αρχαία ελληνική ἥλιος + τρέπω[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʎoˈtɾo.pi.o ή i.li.oˈtɾo.pi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηλιοτρόπιο ουδέτερο

  1. (φυτό) ονομασία 250 περίπου ειδών αγγειόσπερμων ποωδών ή θαμνωδών φυτών του γένους Heliotropium, της οικογένειας Βοραγινιοειδή (Boraginaceae)
     συνώνυμα: κουλούμπακας, λιόδρομο, λιοστρόφι, μελισσόχορτο, μπαμπακίτσες, μπαμπακόχορτο
  2. (φυτό) άλλη ονομασία του φυτού ηλίανθος
  3. (ορυκτολογία) είδος σκουροπράσινου ορυκτού πετρώματος με κοκκινωπές κηλίδες, που χρησιμεύει και ως ημιπολύτιμος λίθος
     συνώνυμα: αιματόλιθος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ηλιοτρόπιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ηλιοτρόπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας