• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

heliotrope

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en)

επεξεργασία
Heliotrope (6)

Ετυμολογία

επεξεργασία
heliotrope < γαλλική héliotrope < αρχαία ελληνική ἡλιοτρόπιον < ἥλιος + τρέπω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈhiːliəˌtroʊp/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

heliotrope (en)

  1. (φυτό) φυτό που στρέφεται προς τον ήλιο
  2. (φυτό) ηλιοτρόπιο
  3. το άρωμα που βγαίνει από το φυτό ηλιοτρόπιο
  4. ανοιχτό μοβ ή βιολετί χρώμα
    heliotrope (χρώμα):   
  5. (ορυκτολογία) κοκκινωπό πέτρωμα (είδος χαλαζία)
  6. όργανο μέτρησης αποστάσεων
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=heliotrope&oldid=5640866"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 01:21

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Suomi
    • Հայերեն
    • Ido
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 01:21.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας