Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
heliotrope
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Heliotrope (6)
Ετυμολογία
επεξεργασία
heliotrope
<
γαλλική
héliotrope
<
αρχαία ελληνική
ἡλιοτρόπιον
<
ἥλιος
+
τρέπω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈhiːliəˌtroʊp
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
heliotrope
(en)
(
φυτό
)
φυτό
που στρέφεται προς τον
ήλιο
(
φυτό
)
ηλιοτρόπιο
το
άρωμα
που βγαίνει από το
φυτό
ηλιοτρόπιο
ανοιχτό
μοβ
ή
βιολετί
χρώμα
heliotrope
(χρώμα):
(
ορυκτολογία
)
κοκκινωπό
πέτρωμα
(είδος
χαλαζία
)
όργανο
μέτρησης
αποστάσεων