ἡλιοτρόπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἡλιοτρόπιον | τὰ | ἡλιοτρόπιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἡλιοτροπίου | τῶν | ἡλιοτροπίων | ||||
δοτική | τῷ | ἡλιοτροπίῳ | τοῖς | ἡλιοτροπίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἡλιοτρόπιον | τὰ | ἡλιοτρόπιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἡλιοτρόπιον | ἡλιοτρόπιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλιοτροπίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡλιοτροπίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἡλιοτρόπιον (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις ἥλιος και τρέπω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ηλιοτρόπιο, ↷ λατινικά: hēliotropium
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἡλιοτρόπιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἡλιοτρόπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.