τροπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροπισμός αρσενικό
- (βιολογία): φαινόμενο που παρουσιάζουν τα φυτά, ή επιμέρους όργανά τους, καθώς προσανατολίζονται κάμπτοντας, θετικά ή αρνητικά, όταν επιδρούν πάνω σ' αυτά εξωτερικά ερεθίσματα κατεύθυνσης
- (βιολογία): η προτίμηση των παθογόνων μικροοργανισμών προς συγκεκριμένα κύτταρα
- ο κορονοϊός εμφανίζει τροπισμό προς τα πνευμονικά κύτταρα