Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροπισμός οι τροπισμοί
      γενική του τροπισμού των τροπισμών
    αιτιατική τον τροπισμό τους τροπισμούς
     κλητική τροπισμέ τροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροπισμός < τροπή + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροπισμός αρσενικό

  1. (βιολογία): φαινόμενο που παρουσιάζουν τα φυτά, ή επιμέρους όργανά τους, καθώς προσανατολίζονται κάμπτοντας, θετικά ή αρνητικά, όταν επιδρούν πάνω σ' αυτά εξωτερικά ερεθίσματα κατεύθυνσης
  2. (βιολογία): η προτίμηση των παθογόνων μικροοργανισμών προς συγκεκριμένα κύτταρα
    ο κορονοϊός εμφανίζει τροπισμό προς τα πνευμονικά κύτταρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία