↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιόπληκτος η ηλιόπληκτη το ηλιόπληκτο
      γενική του ηλιόπληκτου της ηλιόπληκτης του ηλιόπληκτου
    αιτιατική τον ηλιόπληκτο την ηλιόπληκτη το ηλιόπληκτο
     κλητική ηλιόπληκτε ηλιόπληκτη ηλιόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιόπληκτοι οι ηλιόπληκτες τα ηλιόπληκτα
      γενική των ηλιόπληκτων των ηλιόπληκτων των ηλιόπληκτων
    αιτιατική τους ηλιόπληκτους τις ηλιόπληκτες τα ηλιόπληκτα
     κλητική ηλιόπληκτοι ηλιόπληκτες ηλιόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιόπληκτος < (καθαρεύουσα) ἡλιόπληκτος (μαρτυρείται από το 1878). Αναλύεται σε ηλιό- + -πληκτος[1] κατά τα απόπληκτος, ημίπληκτος. Δείτε επίσης: ελληνιστική κοινή ἡλιοπλήξ (ηλιοκαμένος, γενική: ἡλιοπλῆγος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.liˈo.pli.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ό‐πλη‐κτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλιόπληκτος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 514: αναφέρεται ως νέα λέξις.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)