απόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόπληκτος < ἀποπλήσσω < ἀπό + πλήσσω / πλήττω. Μορφολογικά αναλύεται σε από- + -πληκτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐πλη‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίααπόπληκτος, -η, -ο
- που έχει πάθει αποπληξία
- (μεταφορικά) που έχει καταπλαγεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμβρόντητος
που έπαθε απληξία
Πηγές
επεξεργασία- απόπληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας