απόπληχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόπληχτος < απόπληκτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.pli.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐πλη‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίααπόπληχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του απόπληκτος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απόπληκτος και πλήττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόπληχτος
|