Δείτε επίσης: ἀποπληκτικός, απόπληκτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπληκτικός η αποπληκτική το αποπληκτικό
      γενική του αποπληκτικού της αποπληκτικής του αποπληκτικού
    αιτιατική τον αποπληκτικό την αποπληκτική το αποπληκτικό
     κλητική αποπληκτικέ αποπληκτική αποπληκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπληκτικοί οι αποπληκτικές τα αποπληκτικά
      γενική των αποπληκτικών των αποπληκτικών των αποπληκτικών
    αιτιατική τους αποπληκτικούς τις αποπληκτικές τα αποπληκτικά
     κλητική αποπληκτικοί αποπληκτικές αποπληκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπληκτικός < αρχαία ελληνική ἀποπληκτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.pli.ktiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

αποπληκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία