Δείτε επίσης: ἐνεός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεός η ενεή
ενεά
το ενεό
      γενική του ενεού της ενεής
ενεάς
του ενεού
    αιτιατική τον ενεό την ενεή
ενεά
το ενεό
     κλητική ενεέ ενεή
ενεά
ενεό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεοί οι ενεές τα ενεά
      γενική των ενεών των ενεών των ενεών
    αιτιατική τους ενεούς τις ενεές τα ενεά
     κλητική ενεοί ενεές ενεά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεός (άφωνος), αγνώστου ετύμου

  Επίθετο

επεξεργασία

ενεός, -ή, -ό[1] θηλυκό και[2] όπως στην αρχαία κλίση

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ενεός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.