Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμβρόντητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐμβρόντητος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμβρόντητ
ος
η
εμβρόντητ
η
το
εμβρόντητ
ο
γενική
του
εμβρόντητ
ου
της
εμβρόντητ
ης
του
εμβρόντητ
ου
αιτιατική
τον
εμβρόντητ
ο
την
εμβρόντητ
η
το
εμβρόντητ
ο
κλητική
εμβρόντητ
ε
εμβρόντητ
η
εμβρόντητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμβρόντητ
οι
οι
εμβρόντητ
ες
τα
εμβρόντητ
α
γενική
των
εμβρόντητ
ων
των
εμβρόντητ
ων
των
εμβρόντητ
ων
αιτιατική
τους
εμβρόντητ
ους
τις
εμβρόντητ
ες
τα
εμβρόντητ
α
κλητική
εμβρόντητ
οι
εμβρόντητ
ες
εμβρόντητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμβρόντητος
<
αρχαία ελληνική
ἐμβρόντητος
<
ἐν
+
βροντάω
/
βροντῶ
Επίθετο
επεξεργασία
εμβρόντητος, -η, -ο
έκπληκτος
σε βαθμό που νομίζεις ότι τον χτύπησε
κεραυνός
Συνώνυμα
επεξεργασία
άναυδος
έκθαμβος
κατάπληκτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμβρόντητος
αγγλικά
:
stunned
(en)
,
gobsmacked
(en)
γαλλικά
:
abasourdi
(fr)