abasourdi
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ba.zuʁ.di/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abasourdi | abasourdis |
θηλυκό | abasourdie | abasourdies |
abasourdi (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abasourdir