Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

από το αρχαίο επίθετο ενεός, ενεή, ενεόν, που σημαίνει ακριβώς «άναυδος», «άφωνος». 

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ενεή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία