ἐνεός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐνεός | ἡ | ἐνεᾱ́ | τὸ | ἐνεόν |
γενική | τοῦ | ἐνεοῦ | τῆς | ἐνεᾶς | τοῦ | ἐνεοῦ |
δοτική | τῷ | ἐνεῷ | τῇ | ἐνεᾷ | τῷ | ἐνεῷ |
αιτιατική | τὸν | ἐνεόν | τὴν | ἐνεᾱ́ν | τὸ | ἐνεόν |
κλητική ὦ! | ἐνεέ | ἐνεᾱ́ | ἐνεόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἐνεοί | αἱ | ἐνεαί | τὰ | ἐνεᾰ́ |
γενική | τῶν | ἐνεῶν | τῶν | ἐνεῶν | τῶν | ἐνεῶν |
δοτική | τοῖς | ἐνεοῖς | ταῖς | ἐνεαῖς | τοῖς | ἐνεοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἐνεούς | τὰς | ἐνεᾱ́ς | τὰ | ἐνεᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἐνεοί | ἐνεαί | ἐνεᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνεώ | τὼ | ἐνεᾱ́ | τὼ | ἐνεώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνεοῖν | τοῖν | ἐνεαῖν | τοῖν | ἐνεοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐνεός: άγνωστης ετυμολογίας. Συνήθως, μαζί με το κωφός)
Επίθετο
επεξεργασίαἐνεός, -ά, -όν
- άφωνος
- ※ ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπʼ ἀρχῆς (Πλάτων, Θεαίτητος, 206d)
- (κατ’ επέκταση) έκπληκτος, άναυδος
- *<ἐνεός>· νωχελής. μετέωρος / <ἐνεοί>· ἄφωνοι ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε
- (κατ’ επέκταση) ανόητος, άχρηστος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἐννεός (σε κώδικες, στον Ησύχιο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐνεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.