Δείτε επίσης: ενεός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐνεός ἐνεᾱ́ τὸ ἐνεόν
      γενική τοῦ ἐνεοῦ τῆς ἐνεᾶς τοῦ ἐνεοῦ
      δοτική τῷ ἐνε τῇ ἐνε τῷ ἐνε
    αιτιατική τὸν ἐνεόν τὴν ἐνεᾱ́ν τὸ ἐνεόν
     κλητική ! ἐνεέ ἐνεᾱ́ ἐνεόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐνεοί αἱ ἐνεαί τὰ ἐνεᾰ́
      γενική τῶν ἐνεῶν τῶν ἐνεῶν τῶν ἐνεῶν
      δοτική τοῖς ἐνεοῖς ταῖς ἐνεαῖς τοῖς ἐνεοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐνεούς τὰς ἐνεᾱ́ς τὰ ἐνεᾰ́
     κλητική ! ἐνεοί ἐνεαί ἐνεᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνεώ τὼ ἐνεᾱ́ τὼ ἐνεώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐνεοῖν τοῖν ἐνεαῖν τοῖν ἐνεοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνεός: άγνωστης ετυμολογίας. Συνήθως, μαζί με το κωφός)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐνεός, -ά, -όν

  1. άφωνος
    ※  ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπʼ ἀρχῆς (Πλάτων, Θεαίτητος, 206d)
  2. (κατ’ επέκταση) έκπληκτος, άναυδος
    *<ἐνεός>· νωχελής. μετέωρος / <ἐνεοί>· ἄφωνοι Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε
  3. (κατ’ επέκταση) ανόητος, άχρηστος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἐννεός (σε κώδικες, στον Ησύχιο)

Παράγωγα

επεξεργασία