Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηλιογράφ
ος
οι
ηλιογράφ
οι
γενική
του
ηλιογράφ
ου
των
ηλιογράφ
ων
αιτιατική
τον
ηλιογράφ
ο
τους
ηλιογράφ
ους
κλητική
ηλιογράφ
ε
ηλιογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιογράφος
<
ήλιος
+
γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλιογράφος
αρσενικό
όργανο
μέτρησης της
ηλιοφάνειας
Συγγενικά
επεξεργασία
ηλιογραφία
ηλιογραφικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιογράφος
γαλλικά
:
héliographe
(fr)