ηλιοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλιοφάνεια < ηλιο- + -φάνεια (> -φανής) < (ελληνιστική κοινή) ἡλιοφανής κατά το σχήμα ἐπιφανής > ἐπιφάνεια[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.li.oˈfa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐φά‐νει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλιοφάνεια θηλυκό
- (μετεωρολογία) η καιρική συνθήκη κατά την οποία ο ήλιος λάμπει στον ουρανό χωρίς ιδιαίτερες νεφώσεις
- το διάστημα της ημέρας κατά το οποίο ο ήλιος δεν κρύβεται από τα σύννεφα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλιοφάνεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ηλιοφάνεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.