Δείτε επίσης: επιφανής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπιφανής τὸ ἐπιφανές οἱ, αἱ ἐπιφανεῖς τὰ ἐπιφαν
Γενική τοῦ, τῆς ἐπιφανοῦς τοῦ ἐπιφανοῦς τῶν ἐπιφανῶν τῶν ἐπιφανῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐπιφανεῖ τῷ ἐπιφανεῖ τοῖς, ταῖς ἐπιφανέσι(ν) τοῖς ἐπιφανέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπιφαν τὸ ἐπιφανές τοὺς, τὰς ἐπιφανεῖς τὰ ἐπιφαν
Κλητική ἐπιφανές ἐπιφανές ἐπιφανεῖς ἐπιφαν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπιφανεῖ
Γενική-Δοτική ἐπιφανοῖν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιφανής < ἐπιφαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπιφανής, -ής, -ές

  1. (συνήθως για τους θεούς) που εμφανίζεται (ξαφνικά)
  2. φανερός, ορατός
  3. περιφανής, καταφανής
  4. ένδοξος, διακεκριμένος, γνωστός
    Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. (Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου/Β, 43)
  5. αξιοσημείωτος
  6. τίτλος ηγεμόνων