ἐπιφανής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπιφανής | τὸ ἐπιφανές | οἱ, αἱ ἐπιφανεῖς | τὰ ἐπιφανῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐπιφανοῦς | τοῦ ἐπιφανοῦς | τῶν ἐπιφανῶν | τῶν ἐπιφανῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐπιφανεῖ | τῷ ἐπιφανεῖ | τοῖς, ταῖς ἐπιφανέσι(ν) | τοῖς ἐπιφανέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπιφανῆ | τὸ ἐπιφανές | τοὺς, τὰς ἐπιφανεῖς | τὰ ἐπιφανῆ |
Κλητική | ἐπιφανές | ἐπιφανές | ἐπιφανεῖς | ἐπιφανῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπιφανεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ἐπιφανοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιφανής < ἐπιφαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαἐπιφανής, -ής, -ές
- (συνήθως για τους θεούς) που εμφανίζεται (ξαφνικά)
- φανερός, ορατός
- περιφανής, καταφανής
- ένδοξος, διακεκριμένος, γνωστός
- Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. (Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου/Β, 43)
- αξιοσημείωτος
- τίτλος ηγεμόνων