ἐπιφαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐπιφαίνω
- φανερώνομαι αιφνίδια, κάνω εντυπωσιακή εμφάνιση (ίσως συγχρόνως εχθρική)
- εἰς τοῦτον δέ τόν σταθμὸν Τισσαφέρνης ἐπεφάνη
- ἐλπίδας πολλάς ἔχοντες, ὅταν ἐπιφανέωσι ἐς τήν Νάξον, πάντα ποιήσειν τούς Ναξίους τά ἂν αὐτοὶ κελεύωσι (: ελπίζοντας ότι μόλις κάνουν την εμφάνισή τους στη Νάξο, οι Νάξιοι θα πειθαρχήσουν <από το φόβο τους> σε ό,τι τους ζητήσουν αυτοί)
- (αμετάβατο) φέγγω, φωτίζω άπλετα, ρίχνω το φως επάνω
- ἠέλιος δ᾽ ἐπέλαμψε, μάχη δ᾽ ἐπί πᾶσα φαάνθη
- μεταφυσική εμφάνιση οράματος, θεού, πνεύματος στον ύπνο κάποιου ή και όχι (ελληνιστική έννοια)
- ἐπιφαινομένης αὐτοῖς Ἀρτέμιδος