Δείτε επίσης: ὅραμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όραμα τα οράματα
      γενική του οράματος των οραμάτων
    αιτιατική το όραμα τα οράματα
     κλητική όραμα οράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όραμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅραμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.ɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐ρα‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όραμα ουδέτερο

  1. οπτική εμπειρία χωρίς να υπάρχει εξωτερικό ερέθισμα
    ⮡  Ο Κωνσταντίνος είδε σε όραμα το σημείο του Σταυρού με τη φράση ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
  2. η επιθυμία πραγματοποίησης ενός ιδανικού, ο στόχος
    ⮡  το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο
  3. (σπάνιο) ό,τι βλέπουμε
    ⮡  τα οράματα και τα ακούσματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία