οραματίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οραματίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ὁραματίζομαι < αρχαία ελληνική όραμα
Ρήμα επεξεργασία
οραματίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- έχω συγκεκριμένο όραμα, θέτω υψηλούς στόχους για ένα καλύτερο μέλλον
- Οι πρώτοι ουτοπιστές οραματίζονταν μια ιδανική κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας
- βλέπω οράματα