Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οραματιστής οι οραματιστές
      γενική του οραματιστή των οραματιστών
    αιτιατική τον οραματιστή τους οραματιστές
     κλητική οραματιστή οραματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οραματιστής < οραματίζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οραματιστής αρσενικό, οραματίστρια θηλυκό

  • αυτός που οραματίζεται, που πλάθει ευγενή και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον της επιστήμης ή της ανθρωπότητας γενικά


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία