οραματιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οραματιστής < οραματίζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
οραματιστής αρσενικό, οραματίστρια θηλυκό
- αυτός που οραματίζεται, που πλάθει ευγενή και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον της επιστήμης ή της ανθρωπότητας γενικά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οραματιστής