visionnaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.zjɔ.nɛʁ/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
visionnaire | visionnaires |
visionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που οραματίζεται
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
visionnaire | visionnaires |
visionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό