ονειροπόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ονειροπόλος < αρχαία ελληνική ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rêvasseur). Μορφολογικά αναλύεται σε όνειρ(ο) + -ο- + -πόλος
Επίθετο
επεξεργασίαονειροπόλος, -α, -ο
- που έχει την τάση να ονειρεύεται, να κάνει ωραία σχέδια για το μέλλον που ίσως δεν είναι πολύ ρεαλιστικά ή γενικότερα να μην έχει μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα
- που έχει σχέση με την ονειροπόληση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαονειροπόλος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ονειροπόλημα
- ονειροπόληση
- ονειροπολώ
- → δείτε τις λέξεις όνειρο και πόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ονειροπόλος