ὄνειρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὄνειρον | τὰ | ὄνειρᾰ |
γενική | τοῦ | ὀνείρου | τῶν | ὀνείρων |
δοτική | τῷ | ὀνείρῳ | τοῖς | ὀνείροις |
αιτιατική | τὸ | ὄνειρον | τὰ | ὄνειρᾰ |
κλητική ὦ! | ὄνειρον | ὄνειρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνείρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνείροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επιπλέον τύποι στον πληθυντικό | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὰ | ὀνείρᾰτᾰ | ||||||
γενική | τῶν | ὀνειρᾰ́των | ||||||
δοτική | τοῖς | ὀνείρᾰσῐ(ν) | ||||||
αιτιατική | τὰ | ὀνείρᾰτᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | ὀνείρᾰτᾰ |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄνειρον < → δείτε τη λέξη ὄνειρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄνειρον ουδέτερο
- άλλη μορφή του ὄνειρος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Με επιπλέον τύπους στον πληθυντικό, σαν σε υποθετικό ενικό *ὄνειραρ
- δείτε και το νεοελληνικό ονείρατα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη ὄναρ
Πηγές
επεξεργασία- Για τους πολλούς κλιτικούς τύπους, δείτε ὄνειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.