Δείτε επίσης: Ὄνειρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄνειρος οἱ ὄνειροι
      γενική τοῦ ὀνείρου τῶν ὀνείρων
      δοτική τῷ ὀνείρ τοῖς ὀνείροις
    αιτιατική τὸν ὄνειρον τοὺς ὀνείρους
     κλητική ! ὄνειρε ὄνειροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνείρω
γεν-δοτ τοῖν  ὀνείροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄνειρος < ὄναρ + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄνειρος αρσενικό

  1. όνειρο
  2. → δείτε και τη λέξη Ὄνειρος: ο θεός των ονείρων

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία