ὄνειρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄνειρος | οἱ | ὄνειροι |
γενική | τοῦ | ὀνείρου | τῶν | ὀνείρων |
δοτική | τῷ | ὀνείρῳ | τοῖς | ὀνείροις |
αιτιατική | τὸν | ὄνειρον | τοὺς | ὀνείρους |
κλητική ὦ! | ὄνειρε | ὄνειροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνείρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνείροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄνειρος < ὄναρ + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄνειρος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὄνειρον (ουδέτερο, με πολυτυπία στον πληθυντικό)
- αιολικός τύπος : ὄνοιρος
Πηγές
επεξεργασία- ὄνειρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.