ὄναρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄναρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄναρ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (απαντά μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. ενώ οι υπόλοιπες πτώσεις από το ὄνειρος)
- όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε αντίθεση προς όραμα που εμφανίζεται, όταν είναι κάποιος ξύπνιος (ὕπαρ)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 496 (στίχοι 496-497)
- ἀσθμαίνοντα· κακὸν γὰρ ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη | τὴν νύκτ᾽, Οἰνεΐδαο πάϊς, διὰ μῆτιν Ἀθήνης.
- λέχαζε απ᾽ όνειρο κακό που επάνω του είχε στήσει | της Αθηνάς η σύνεσις, τον έγγονον του Οινέως.
- Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- ἀσθμαίνοντα· κακὸν γὰρ ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη | τὴν νύκτ᾽, Οἰνεΐδαο πάϊς, διὰ μῆτιν Ἀθήνης.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 496 (στίχοι 496-497)
- (μεταφορικά) (για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές) όνειρο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Νόμος, (Lex), κεφ. 4, p. 642 @scaife.perseus
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης αναφέρεται στην έλλειψη εμπειρίας στους γιατρούς.
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον , 175e
- ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ φαύλη τις ἂν εἴη, ἢ καὶ ἀμφισβητήσιμος ὥσπερ ὄναρ οὖσα,
- Γιατί η δική μου θα ᾽ναι μια φτωχική ή και αφερέγγυα, σαν μια ονειροφαντασία·
- Μετάφραση (2004), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek-language.gr
- ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ φαύλη τις ἂν εἴη, ἢ καὶ ἀμφισβητήσιμος ὥσπερ ὄναρ οὖσα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, 8.96-8.97
- ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ | ἄνθρωπος.
- Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek-language.gr
- ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ | ἄνθρωπος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Νόμος, (Lex), κεφ. 4, p. 642 @scaife.perseus
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαὄναρ
- (χρονικό επίρρημα) στο όνειρο, στον ύπνο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 13.13
- ἡ θεὸς ὄναρ φανεῖσα συνέταξε θεραπείαν,
- η θεά φάνηκε στο όνειρό του και παράγγειλε μια θεραπεία,
- Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
- ἡ θεὸς ὄναρ φανεῖσα συνέταξε θεραπείαν,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 13.13
Πηγές
επεξεργασία- ὄναρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄναρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.