ὕπαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὕπαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *suep-ōr, συγγενικό του ὕπνος. Αρχική σημασία «ύπνος, όνειρο». Σε αντιδιαστολή με το ὄναρ, αποκτά τη σημασία «αληθινό όνειρο, πραγματικό»[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὕπαρ ουδέτερο, (ελλειπτικό ουσιαστικό) κατ' αριθμό και πτώση (μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)[2]
- όραμα, οπτασία εν εγρηγόρσει, κάτι φανταστικό ή πραγματικό που βλέπει κανείς όσο είναι ξύπνιος
- (ως επίρρημα) στον ξύπνο, όσο κανείς είναι ξύπνιος
- (ως επίρρημα) πράγματι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Και γενική «ὕπαρος» στο Μέγα Ετυμολογικόν, 491.30
Πηγές
επεξεργασία- ὕπαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕπαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.