Δείτε επίσης: ὀπτασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτασία οι οπτασίες
      γενική της οπτασίας των οπτασιών
    αιτιατική την οπτασία τις οπτασίες
     κλητική οπτασία οπτασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπτασία θηλυκό

  1. κάτι που δεν είναι αληθινό, κάτι φανταστικό
  2. (μεταφορικά) πολύ ωραία εικόνα ενός αντικειμένου ή προσώπου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία