οπτασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπτασία | οι | οπτασίες |
γενική | της | οπτασίας | των | οπτασιών |
αιτιατική | την | οπτασία | τις | οπτασίες |
κλητική | οπτασία | οπτασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οπτασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπτασία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vision [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ptaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πτα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οπτασία θηλυκό
- κάτι που δεν είναι αληθινό, κάτι φανταστικό
- (μεταφορικά) πολύ ωραία εικόνα ενός αντικειμένου ή προσώπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ οπτασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας