Δείτε επίσης: ὀπτασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτασία οι οπτασίες
      γενική της οπτασίας των οπτασιών
    αιτιατική την οπτασία τις οπτασίες
     κλητική οπτασία οπτασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπτασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπτασία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vision [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ptaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πτα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπτασία θηλυκό

  1. κάτι που δεν είναι αληθινό, κάτι φανταστικό
  2. (μεταφορικά) πολύ ωραία εικόνα ενός αντικειμένου ή προσώπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία