vision
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vision | visions |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
vision (en)
- (μη μετρήσιμο) η όραση
- το όραμα, μια ιδέα ή μια εικόνα στη φαντασία μου
a vision of autonomous economic development for the country - όραμα της αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης της χώρας
a politician with visions - πολιτικός με οράματα
- το όραμα, η οπτασία, οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί
He saw the Virgin Mary in a vision.
- Είδε σε όραμα/οπτασία την Παναγία.
- (μη μετρήσιμο) η διορατικότητα