vision
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
vision (en)
- η όραση
- το όραμα, η οπτασία
- η διορατικότητα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vision | visions |
vision (fr) θηλυκό
vision (en)
ενικός | πληθυντικός |
vision | visions |
vision (fr) θηλυκό