Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

eyesight < eye + sight

  Ουσιαστικό επεξεργασία

eyesight (en) (μη μετρήσιμο)

  • η όραση, η ικανότητα να βλέπεις
    The falcon has perfect eyesight.
    Το γεράκι έχει τέλεια όραση.
     συνώνυμα: vision

  Πηγές επεξεργασία