Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
eyesight
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
eyesight
<
eye
+
sight
Ουσιαστικό
επεξεργασία
eyesight
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
όραση
, η ικανότητα να βλέπεις
⮡
The falcon has perfect
eyesight
.
Το γεράκι έχει τέλεια
όραση
.
≈
συνώνυμα
:
vision
Πηγές
επεξεργασία
eyesight
-
Oxford Learner's Dictionaries