foresight
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
foresight (en)
- (μη μετρήσιμο) η διορατικότητα
- ↪ His foresight allows him to plan for the future.
- Η διορατικότητά του του επέτρεπε να σχεδιάζει το μέλλον.
- ≈ συνώνυμα: insight, perceptiveness και vision
- ↪ His foresight allows him to plan for the future.