Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
perceptiveness
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
perceptiveness
<
perceptive
+
-ness
Ουσιαστικό
επεξεργασία
perceptiveness
(en)
(
μη
μετρήσιμο
) η
διορατικότητα
⮡
His
perceptiveness
allows him to plan for the future.
Η
διορατικότητά
του του επέτρεπε να σχεδιάζει το μέλλον.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
foresight
Πηγές
επεξεργασία
perceptiveness
-
Oxford Learner's Dictionaries