ονείρατα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈni.ɾa.ta/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ονείρατα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του όνειρα, πληθυντικός αριθμός του όνειρο
- ※ «Παρίσι, ήταν καιρός τα ονείρατά μου...», Μαρία Πολυδούρη, Παρίσι