Δείτε επίσης: -πολος, πόλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πόλος

  Επίθημα επεξεργασία

-πόλος ή -πολος (ουσιαστικά)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πόλος < θεμα πολ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που απαντά στο πέλομαι (συνήθως, ως συνθετικό, ενεργητικός τύπος πέλω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-. [1][2] + κατάληξη -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-πόλος ή -πολος (ουσιαστικά, ή επίθετα σε -ος, -ος, -ον

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά, σε -πόλος

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. πέλομαι σελ. 1168 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. s.v. θαλαμηπόλος, πόλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.