Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεοπόλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Παράγωγα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεοπόλος
<
θεός
+
πολέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θεοπόλος
αρσενικό
ο υπηρέτης θεού, ο θεηπόλος, κατ' επέκταση ο ιερεύς.
Παράγωγα
επεξεργασία
θεοπολέω