Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοπόλος < θεός + πολέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοπόλος αρσενικό

  • ο υπηρέτης θεού, ο θεηπόλος, κατ' επέκταση ο ιερεύς.

Παράγωγα επεξεργασία