νυκτιπόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανυκτιπόλος, -ος, -ον
- (κυρίως για οπαδούς του Βάκχου) που τριγυρίζει τη νύχτα σε διάφορα μέρη, εδώ κι εκεί, που νυχτοπερπατάει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 717 @scaife.perseus.org
- λαιψηρὰ πηδᾷ νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 1049 @scaife.perseus.org
- νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 717 @scaife.perseus.org
- (προσωνυμία) της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.829, @scaife.perseus
- νυκτιπόλος Ἑκάτη, τήν τε κλείουσι Κράταιιν,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.1020, @scaife.perseus
- ἴστω νυκτιπόλου Περσηίδος ὄργια κούρης,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.829, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- νυκτιπόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυκτιπόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.