οραματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οραματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁραματισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾa.ma.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρα‐μα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοραματισμός αρσενικό
- η έκβαση του οράματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία οραματισμός
Πηγές
επεξεργασία- οραματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας