visualization
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
visualization | visualizations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvisualization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο οραματισμός, το να οραματίζομαι κάτι στο μυαλό μου
- ⮡ Visualization of success is an important step toward achieving your goals.
- Ο οραματισμός της επιτυχίας είναι ένα σημαντικό βήμα για την επίτευξη των στόχων σου.
- ⮡ Visualization of success is an important step toward achieving your goals.
- η απεικόνιση, το να κάνω κάτι να φαίνεται με το μάτι
- ⮡ The visualization of data in charts helps in understanding trends.
- Η απεικόνιση των δεδομένων σε γραφήματα βοηθά στην κατανόηση των τάσεων.
- ⮡ The visualization of data in charts helps in understanding trends.