ενικός         πληθυντικός  
visualization visualizations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
visualization < visualize + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

visualization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. ο οραματισμός, το να οραματίζομαι κάτι στο μυαλό μου
    ⮡  Visualization of success is an important step toward achieving your goals.
    Ο οραματισμός της επιτυχίας είναι ένα σημαντικό βήμα για την επίτευξη των στόχων σου.
  2. η απεικόνιση, το να κάνω κάτι να φαίνεται με το μάτι
    ⮡  The visualization of data in charts helps in understanding trends.
    Η απεικόνιση των δεδομένων σε γραφήματα βοηθά στην κατανόηση των τάσεων.

Άλλες γραφές

επεξεργασία