visualize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | visualize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | visualizes |
αόριστος | visualized |
παθητική μετοχή | visualized |
ενεργητική μετοχή | visualizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαvisualize (en)
- φέρνω στο νου, φαντάζομαι, σχηματίζω μια καθαρή εικόνα στο νου μου
- ⮡ I remember his name but I can’t visualize him.
- Ξέρω το όνομά του αλλά δεν μπορώ να τον φέρνω στο νου μου./να θυμηθώ τη μορφή του.
- ⮡ I can’t visualize her as a young woman.
- Δεν μπορώ να τη φανταστώ νέα.
- ⮡ I remember his name but I can’t visualize him.