ὅραμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὅραμᾰ | τὰ | ὁράμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ὁράμᾰτος | τῶν | ὁραμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ὁράμᾰτῐ | τοῖς | ὁράμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὅραμᾰ | τὰ | ὁράμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ὅραμᾰ | ὁράμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁράμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁραμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὅραμα ουδέτερο
- ό,τι βλέπουμε με τα μάτια
- θεϊκή εμφάνιση σε ορατή μορφή
- ό,τι βλέπουμε στον ύπνο μας ή όταν είμαστε σε έκσταση
- αντικείμενο σκέψης
Πηγές
επεξεργασία- ὅραμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅραμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.