καταφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καταφανής | η | καταφανής | το | καταφανές |
γενική | του | καταφανούς* | της | καταφανούς | του | καταφανούς |
αιτιατική | τον | καταφανή | την | καταφανή | το | καταφανές |
κλητική | καταφανή(ς) | καταφανής | καταφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καταφανείς | οι | καταφανείς | τα | καταφανή |
γενική | των | καταφανών | των | καταφανών | των | καταφανών |
αιτιατική | τους | καταφανείς | τις | καταφανείς | τα | καταφανή |
κλητική | καταφανείς | καταφανείς | καταφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταφανής < αρχαία ελληνική καταφανής < καταφαίνω < κατά + φαίνω
Επίθετο
επεξεργασίακαταφανής