ηλιογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλιογραφικός < ηλιογράφος
Επίθετο επεξεργασία
ηλιογραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ηλιογραφία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλιογραφικός
ηλιογραφικός, -ή, -ό