Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιογραφικός η ηλιογραφική το ηλιογραφικό
      γενική του ηλιογραφικού της ηλιογραφικής του ηλιογραφικού
    αιτιατική τον ηλιογραφικό την ηλιογραφική το ηλιογραφικό
     κλητική ηλιογραφικέ ηλιογραφική ηλιογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιογραφικοί οι ηλιογραφικές τα ηλιογραφικά
      γενική των ηλιογραφικών των ηλιογραφικών των ηλιογραφικών
    αιτιατική τους ηλιογραφικούς τις ηλιογραφικές τα ηλιογραφικά
     κλητική ηλιογραφικοί ηλιογραφικές ηλιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιογραφικός < ηλιογράφος

  Επίθετο επεξεργασία

ηλιογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία