Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιόφωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηλιόφωτ
ος
η
ηλιόφωτ
η
το
ηλιόφωτ
ο
γενική
του
ηλιόφωτ
ου
της
ηλιόφωτ
ης
του
ηλιόφωτ
ου
αιτιατική
τον
ηλιόφωτ
ο
την
ηλιόφωτ
η
το
ηλιόφωτ
ο
κλητική
ηλιόφωτ
ε
ηλιόφωτ
η
ηλιόφωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηλιόφωτ
οι
οι
ηλιόφωτ
ες
τα
ηλιόφωτ
α
γενική
των
ηλιόφωτ
ων
των
ηλιόφωτ
ων
των
ηλιόφωτ
ων
αιτιατική
τους
ηλιόφωτ
ους
τις
ηλιόφωτ
ες
τα
ηλιόφωτ
α
κλητική
ηλιόφωτ
οι
ηλιόφωτ
ες
ηλιόφωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιόφωτος
<
ήλιος
+
φωτίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ηλιόφωτος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ηλιοφώτιστος