• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ηλιόφωτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιόφωτος η ηλιόφωτη το ηλιόφωτο
      γενική του ηλιόφωτου της ηλιόφωτης του ηλιόφωτου
    αιτιατική τον ηλιόφωτο την ηλιόφωτη το ηλιόφωτο
     κλητική ηλιόφωτε ηλιόφωτη ηλιόφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιόφωτοι οι ηλιόφωτες τα ηλιόφωτα
      γενική των ηλιόφωτων των ηλιόφωτων των ηλιόφωτων
    αιτιατική τους ηλιόφωτους τις ηλιόφωτες τα ηλιόφωτα
     κλητική ηλιόφωτοι ηλιόφωτες ηλιόφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιόφωτος < ήλιος + φωτίζω

Επίθετο

επεξεργασία

ηλιόφωτος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ηλιοφώτιστος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ηλιόφωτος&oldid=5349247"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 20:27

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 20:27. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας