ηλιοφώτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ηλιοφώτιστος, -η, -ο
- που φωτίζεται από τον ήλιο
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιοφώτιστος
|